- παραπλεύσει
- παραπλέωsail byaor subj act 3rd sg (epic)παραπλέωsail byfut ind act 3rd sgπαραπλέωsail byfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευπαράπλους — εὐπαράπλους, ουν και οος, οον (Α) αυτός τον οποίο εύκολα ή ακίνδυνα μπορεί να παραπλεύσει κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρά πλους] … Dictionary of Greek